- εὔομβρον
- εὔομβροςabounding in rainmasc/fem acc sgεὔομβροςabounding in rainneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εύομβρος — εὔομβρος, ον (Α) 1. αυτός που έχει αφθονία βροχής («εὔομβρον εἶναι τὴν Αἴγυπτον», Στράβ.) 2. συνεκδ. αυτός που ποτίζεται καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + όμβρος «βροχή»] … Dictionary of Greek